σκίληθρο

σκίληθρο
το, Ν
βλ. σκλήθρο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σκλήθρο — Όνομα τριών οικισμών. 1. Μικρός ορεινός οικισμός (152 κάτ., υψόμ. 760 μ.) στην επαρχία Παρνασσίδας, του νομού Φωκίδας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (10 τ. χλμ., 152 κάτ.). 2. Ορεινός οικισμός (553 κάτ., υψόμ. 680 μ.), στην επαρχία Φλώρινας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”